- δίχρους
- -ουν και δίχροος, -ο (AM δίχρους, -ουν και δίχρος, -ον)ο δίχρωμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γοβιοί — (gobius).Γένος ψαριών της οικογένειας των γοβιιδών, που περιλαμβάνει πάνω από 200 είδη, τα οποία υπάρχουν άφθονα στις ακτές και στους ποταμούς της Μεσογείου και κυρίως στις τροπικές περιοχές. Δεν πρέπει ωστόσο να γίνεται σύγχυση του γένους γ.… … Dictionary of Greek